ενώπιος

ενώπιος
(AM ἐνώπιος, -ον)
(το ουδ. ως επίρρ. ή πρόθ. με γεν.) ενώπιον
κατά πρόσωπο, μπροστά σε κάποιον
(α. «ενώπιον εμού τού συμβολαιογράφου» β. «ενώπιόν του εστάθησαν αρματωμένοι πάντες», Χρον. Mορ.
γ. «ἐνώπιον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων», Αισχίν.)
αρχ.
1. αντιμέτωπος («καί ἐλάλησε κύριος πρὸς Μωϋσῆν ἐνώπιος ἐνωπίῳ», ΠΔ)
2. (δοτ. πληθ. ως επίρρ.) ἐνωπίοις
αυτοπροσώπως («διαστολῶν ἡμῑν καὶ ἐνωπίοις καὶ διὰ γραμμάτων», πάπ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐνώπιον
προσωπικά, χέρι με χέρι («μετάδος ἐνώπιον, ὡς καθήκει», πάπ.)
4. φρ. «ἐνώπιοι ἄρτοι» — άρτοι προσφοράς.
επίρρ...
ἐνωπίως
ενώπιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐνώπιος — facing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνώπιον — ἐνώπιος facing indeclform (prep) ἐνώπιος facing masc/fem acc sg ἐνώπιος facing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωπίως — ἐνώπιος facing adverbial ἐνώπιος facing masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωπίους — ἐνώπιος facing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωπίῳ — ἐνώπιος facing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνώπιοι — ἐνώπιος facing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνώπι' — ἐνώπια , ἐνώπια face neut nom/voc/acc pl ἐνώπια , ἐνώπιος facing neut nom/voc/acc pl ἐνώπιε , ἐνώπιος facing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντενώπιος — ἀντενώπιος, ον (Μ) [ενώπιος] (για μάχη) αυτός που γίνεται κατά μέτωπον …   Dictionary of Greek

  • αντώπιος — ἀντώπιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον, που ατενίζει κάποιον κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπιος < ωπ (< ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + ιος (πρβλ. ενώπιος, εξώπιος)] …   Dictionary of Greek

  • προνωπής — ές, Α 1. σκυφτός προς τα εμπρός, με το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω (α. [σε περιγραφή βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», Ευρ. β) [σε περιγραφή ετοιμοθάνατου] «προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», Ευρ. γ) [σε περιγραφή λιποθυμίας] «ὕπερθε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”